ἐπιβουλεύουσι

ἐπιβουλεύουσι
ἐπιβουλεύω
plot
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐπιβουλεύω
plot
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
ἐπιβουλεύω
plot
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐπιβουλεύω
plot
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθής — ές (Α κακοπαθής, ές) αυτός που ζει σε δυστυχία και αθλιότητα, που υφίσταται ή έχει υποστεί συμφορές, ταλαιπωρίες αρχ. δυσχερής, επίπονος, οχληρός, ενοχλητικός. επίρρ... κακοπαθώς (Α) άθλια («κακοπαθῶς ζῶντες ἐπιβουλεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”